φλειά

φλειά
φλειά,
A v. φλιά.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλειά — ἡ, Α βλ. φλιά …   Dictionary of Greek

  • φλειός — ὁ, Α η φλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φλιά* / φλειά με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • φλιά — η, ΝΑ, και φλειά Α κατώφλι αρχ. 1. παραστάδα πόρτας 2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.) 3. ανώφλι 4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”